σιφονιέρα

σιφονιέρα
η шифоньерка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σιφονιέρα" в других словарях:

  • σιφονιέρα — η, Ν είδος χαμηλού ντουλαπιού με πολλά επάλληλα συρτάρια στα οποία τοποθετούνται διάφορα αντικείμενα οικιακής χρήσης και, ιδίως, είδη τής γυναικείας αμφίεσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chiffonnier < γαλλ. chiffon «κουρέλι»] …   Dictionary of Greek

  • σιφονιέρα — η (λ. γαλλ.), έπιπλο με συρτάρια για την τοποθέτηση ρούχων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του …   Dictionary of Greek

  • -ιέρα — κατάληξη θηλ. ουσ. τα οποία αποτελούν μεταφορά στην Ελληνική τόσο ιταλικών λέξων που σημαίνουν θήκη, δοχείο (πρβλ. σαλτσιέρα < salsiera), ταμπακιέρα < tabacchiera), φρουτιέρα < fruttiera) όσο και γαλλικών (πρβλ. γκαρσονιέρα <… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»